- αναμιγίζω
- [αναμιγή]1. προξενώ ταραχή και σύγχυση, ταράζω, ενοχλώ2. δέρνω, χτυπώ κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναμιγή — η (Μ ἀναμιγή) νεοελλ. ελαφρός θόρυβος, αναταραχή μσν. ανάμιξη, ανακάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμίγω < αρχ. ἀναμιγνύω (πρβλ. αναλάμπω αναλαμπή). ΠΑΡ. αναμιγίζω] … Dictionary of Greek